- ανδραποδιστής
- ἀνδραποδιστής, ο (Α)1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» — αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδραποδιστής — slave dealer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδισταῖς — ἀνδραποδιστής slave dealer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδισταί — ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδιστοῦ — ἀνδραποδιστής slave dealer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδιστήν — ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδιστῶν — ἀνδραποδιστής slave dealer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάριος — ὁ, Α αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος, ανδραποδιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plagiarius «ανδραποδιστής»] … Dictionary of Greek
κἀνδραποδιστάς — ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc pl ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδιστάς — ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc pl ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… … Dictionary of Greek